Στο σχολείο δεν περνούσα καλά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που νοσταλγούν τα μαθητικά τους χρόνια. Μετά, όταν σπούδαζα, πέρασα καλά, γυμνάσιο και κυρίως λύκειο όμως, ήταν μαύρη περίοδος… Κυρίως λύκειο, πόσο άσχημη περίοδος Χριστέ μου.
Δεν είχα παρτίδες με τα άλλα παιδιά, μόνο με την κολλητή μου, απομονωμένες από επιλογή μας, δεν υπήρχε κανένα σημείο επαφής με τα άλλα παιδιά, με τους καθηγητές, με τους γονείς μου σπίτι, ξυπνούσα και κοιμόμουν με την επιθυμία να εξαφανιστώ, να αρχίσω να τρέχω κ να μην σταματήσω μέχρι να είμαι μακριά από όλους και όλα.. να χαθώ στο πλήθος, ανάμεσα σε αγνώστους. Οι γνωστοί με απωθούσαν.
Είχα στοχοποιηθεί από συγκεκριμένα παιδιά. Χωρίς λόγο. Χωρίς κανέναν γμημέν0 λόγο. Λες και τράβηξαν λαχνό, “ποιανού θα κάνουμε φέτος τη ζωή, εφιάλτη;” Και τράβηξαν το χαρτάκι με το όνομα μου. Δεν τους είχα πειράξει, πως με ξεχώρισαν ανάμεσα στο πλήθος και γιατί;
Ναι, ασφαλώς θυμάμαι τα ονόματά τους. Τις φάτσες τους. Μέχρι κ τις μυρωδιές τους, όταν με πλησίαζαν, γιατί μου προκαλούσαν ναυτία. Τους έχω ψάξει κ στο φμπ, ποζάρουν περήφανα σε σέλφις, αγκαλιά με τους/τις συντρόφους τους, με τα παιδιά, με τα κατοικίδια τους. Και κρατιέμαι με το ζόρι, να μη γράψω κάτω από αυτές τις φωτός: “ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΕ Μ1ΣΩ ΑΚΟΜΑ”
Δυστυχώς, δεν ήμουν καν, ο μόνος λαχνός που είχαν τραβήξει. Πολλά παιδιά υπέφεραν.
Μια φορά στο σχολείο, με είχαν κολλήσει σε έναν τοίχο επειδή λέει ήμουν “φρικιό” και με έφτυσαν – φορούσα μαύρο τζην κ μαύρη μπλούζα, άκουγα ροκ κ χεβι μεταλ κ όχι ελληνικά (ναι, προφανώς είχε σημασία τότε κ η μουσική που άκουγες σε χαρακτήριζε σε σημείο αποξένωσης σου από το σύνολο) – δεν διάβαζα τα μαθήματα του σχολείου, ήμουν μέτρια μαθήτρια, αλλά είχα διαβάσει πιο πολύ λογοτεχνία από τις εκάστοτε φιλολόγους μας, προσπαθούσα να αποφεύγω να περάσω από τον διάδρομο του ισογείου με το ράφι με τα βιβλία, γιατί συνήθως μου πετούσαν βιβλία στο κεφάλι, και το χειρότερο από όλα αυτά ήταν πως, δεν ήμουν καν το παιδί που κορόιδευαν περισσότερο από άλλα. Συγκριτικά μάλλον την έβγαλα καθαρή, υπήρχαν πολλά παιδιά συμμαθητές μου, που τυραννιόντουσαν περισσότερο… Η σπυριάρα, ο χ0ντρός, ο σιδερ0δόντης, ο καθυστερημέν0ς, η ψε1ριάρα, ο Αλβανός, η γύφτ1σσα… Εγώ ήμουν η Μάτζικα Ντε Σπελ. (Αδύνατη, μαύρα ρούχα, πολλά μαύρα μαλλιά, αντικοινωνική, do the math… Η οποία, Μάτζικα, τώρα που το σκέφτομαι ήταν κ γμώ τα τυπάκια, δηλαδή τώρα θα το έπαιρνα ως παράσημο να με έλεγαν έτσι, τότε όμως… με ζόριζε)
Ένα μεσημέρι Παρασκευής, χειμώνας ήταν, γύρισα σπίτι, και ήταν όλα δύσκολα. Οι γονείς μου είχαν σκ0τωθεί πάλι μεταξύ τους, ήταν λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό τους – το σχολείο μου φαινόταν πως δεν θα τελείωνε ποτέ, ένιωθα άσχημη και χαζή, κρύωνα πολύ. Μέσα μου, κρύωνα πολύ, δεν μπορώ να σας το περιγράψω, το από μέσα μου, πίσω από το στομάχι μου κ μέσα στο μυαλό μου. Κρύωνα πολύ.
Θυμάμαι κάποιον.
Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί στo ίδιο τμήμα, τον συμπαθούσα. Ήταν καλός. Γελούσαμε με τα ίδια αστεία, ακούγαμε την ίδια μουσική και αν όλος ο κόσμος κατέρρεε (που το ευχόμουν συχνά) σκεφτόμουν πως αν έμενα μόνο εγώ και εκείνος ζωντανοί, δεν θα με πείραζε πολύ. Είπαμε, ήταν καλός.
Μα, εκείνη την Παρασκευή, που όλα ήταν δύσκολα για μένα, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μυαλό μου, παντού.. και ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ήμουν πολύ κοντά σε αυτό που λέμε “όριο” στη ζωή ενός ανθρώπου (φανταστείτε πόσο πιο δραματικό είναι αυτό, όταν μιλάμε για ένα εφηβάκι…) ΕΚΕΙΝΗ την μέρα λοιπόν, εκείνη την Παρασκευή, σε ένα διάλειμμα, όπως ανέβαινα τη σκάλα του σχολείου, πέρασα μπροστά από μια παρέα αγοριών, ανάμεσα τους και εκείνος, αναθάρρησα. Ενώ κανονικά θα έσκυβα το κεφάλι, γιατί ΗΞΕΡΑ πόσο σκατ0μαλάκες ήταν αυτή η παρέα και επιδίωκα να περάσω απαρατήρητη επειδή τους φοβόμουν, ΕΚΕΙΝΗ τη μέρα, επειδή ήταν αυτός μαζί τους, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και χαμογέλασα. Επειδή ήταν εκείνος εκεί. Και ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν φίλος μου.
Και αυτός με είδε. Και ένιωσε την ανάγκη προφανώς, να “ανήκει” κάπου. Να γίνει αποδεκτός κ ισάξιος με τους άλλους, είχε ανάγκη την επιδοκιμασία τους. Με οποιοδήποτε κόστος. Γύρισε προς εμένα και φώναξε ΔΥΝΑΤΑ, να ακουστεί καθαρά, “ΤΙ ΓΕΛΑΣ ΜwΡΗ ΒΡ0ΜΙΑΡΑ, ΦΡΙΚ0ΥΛΟ”
Πάγωσε ο χρόνος. Slow motion… Στα αυτιά μου αντηχούσαν επί ώρες τα γέλια, όλου του σχολείου εις βάρος μου.
ΒΡ0ΜΙΑΡΑ ΦΡΙΚ0ΥΛΟ.
Τατουάζ οι λέξεις στο μέτωπο μου, να το βλέπουν όλοι.
Γιατί, ενώ έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τότε, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα; Γιατί χαράχτηκε εκείνη η στιγμή με λέιζερ, στις εγκεφαλικές συνάψεις μου;
Εντάξει, δεν είμαι η Κάρρυ του Στήβεν Κινγκ, δεν τους εκδικήθηκα όλους αυτούς, δεν χυθήκανε κουβάδες με κόκκινη μπογιά στο κεφάλι μου και δεν τους αιματ0κύλισα ποτέ… Και το σχολείο τέλειωσα και από εκείνο το μπ0υρδέλ0 έφυγα και τον τύπο τον πέτυχα λίγο καιρό μετά που τελειώσαμε το λύκειο και έφαγε σκάλωμα μαζί μου “ρε συ, πόσο έχεις αλλάξει, τι όμορφη που είσαι” και τα αρχδια του πήρε εννοείται, όσο και να χτυπιόταν δεν έκανα ποτέ τίποτα μαζί του.
Εκείνη την Παρασκευή όμως, θα τη θυμάμαι όσο ζω. Γύρισα σπίτι από το σχολείο, οι δικοί μου να σκ0τώνονται στην κουζίνα, ούτε που με είδαν (καλά, ούτως ή άλλως κ όταν με έβλεπαν, αόρατη ήμουν για εκείνους τότε, είχαν τα δικά τους) – μπήκα στο δωμάτιο μου, ανάμεσα στο γραφείο μου κ το κρεβάτι μου υπήρχε ένα κενό, χώθηκα εκεί ανάμεσα και έριξα από πάνω μου μια χοντρή κουβέρτα. Κουλουριάστηκα να μη φαίνομαι, να μη βλέπω, να μην με βλέπει και κανείς.. Και έβγαλα το δάχτυλο μου από την κουβέρτα, μόνο για να πατήσω το play. ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ. ΩΡΕΣ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
Νομίζω δεν σταμάτησε από τότε να παίζει. Ούτε μία μέρα. Καμιά φορά νομίζω πως δεν βγήκα καν από εκείνη την κουβέρτα, ανάμεσα στο γραφείο και το κρεβάτι μου. Μπορεί και να βγήκα, ή μπορεί απλά να χώνομαι εκεί κατά περιόδους.
Πάντα όμως με την ίδια μουσική. Non stop.
Για πάντα 15-16-17 χρονών.
You’re still alive
She said
Oh do I deserve to be?
Is that the question?
And if so, if so
Who answers?
Νομίζω ζω, εξ αιτίας του Eddie.